«Ηλίας Πετρόπουλος: Σκληρός από τρυφερότητα» του Τζον Τέιλορ (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση του προλόγου του μεταφραστή Γιώργου Ι. Αλλαμανή, στο βιβλίο του Τζον Τέιλορ [John Taylor] «Σκληρός από τρυφερότητα – Ο Έλληνας ποιητής και λαογράφος του άστεως Ηλίας Πετρόπουλος», το οποίο κυκλοφορεί αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις Δίχτυ.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Δεν υπάρχει ιδανικότερος ξεναγός στον συγγραφικό βιότοπο του Ηλία Πετρόπουλου (Αθήνα 1928 – Παρίσι 2003) από τον John Taylor. Βούτηξε στα κύματα των πετροπουλικών κειμένων ως μεταφραστής, έζησε δίπλα στον άνθρωπο, τόσο κοντά όσο επιβαλλόταν για να μεταφέρει αξιόπιστη μαρτυρία, τόσο μακριά όσο χρειαζόταν για να ξανοιχτεί, αργότερα, σε δικούς του λογοτεχνικούς δρόμους τηρώντας αποστάσεις από τον αλησμόνητο μέντορά του.

Σ’ αυτό το βιβλίο ο Πετρόπουλος ψέλνει παλιά ρεμπέτικα με κλειστά τα μάτια σε μια παρισινή μπουάτ. Βλέπει σερί σοβιετικές ταινίες και εκτιμά ιδιαίτερα τον Αντρέι Ταρκόφσκι. Μπαίνει βαθιά στα σπήλαια της τυπογραφίας και της σελιδοποίησης. Κάνει φάρσες στον Αλέκο Φασιανό, σε φίλους και συνεργάτες. Εξηγεί τη διαφορά ανάμεσα στον ψυχογιό και το ογλάνι. Τονίζει την πρωταρχική σημασία της διάσωσης του λαογραφικού «υλικού» και την δευτερεύουσα σημασία των προσωπικών απόψεων. Τριγυρνάει κοστουμαρισμένος, πεντακάθαρος και μυρωδάτος σε εγκαίνια εκθέσεων ζωγραφικής. Βάζει έναν καθρέφτη μπροστά στο ελληνικό κράτος που μέχρι τότε σφύριζε κλέφτικα και απαιτεί, πρώτος αυτός, να τιμηθεί η μνήμη των Εβραίων της Ελλάδας που χάθηκαν στο Ολοκαύτωμα.

Την ίδια στιγμή, αποκτά εμμονή με την εβραϊκότητα που εγγίζει τα όρια της ψύχωσης. Γίνεται άδικος με τους Γάλλους, σιχαίνεται τα μπλουζάκια τύπου Lacoste και δεν εννοεί να καταλάβει ότι η γαλλική λογοτεχνία έχει ξεκολλήσει από τον Σατωβριάνδο. Είναι απόλυτος, συχνά εριστικός, ξεροκέφαλος – «une tête dure». Πολυβολεί κατά ριπάς ταμπουρωμένος στο οχυρό, που με αγάπη και γενναιοδωρία του ’χτισε η σύντροφός του, η Μαίρη Κουκουλέ. Δεν τον πτοεί το γεγονός ότι κανένας εκδότης εκτός Ελλάδος, μεγάλος ή μικρός, δεν ενδιαφέρεται για τα βιβλία του.

Στην Ελλάδα οι ανοικτοί λογαριασμοί με τα δικαστήρια, το γαϊτανάκι με την επικαιρότητα, οι απλωμένοι σε όλο το κοινωνικό φάσμα –όπως ορθά παρατηρεί ο Taylor–, υποστηρικτές και εχθροί του Πετρόπουλου, αποτέλεσαν σκηνικό ενός μακροχρόνιου πολέμου στα πεδία της Μεταπολίτευσης. Ήταν πόλεμος εξ αποστάσεως που συνεχίστηκε με άλλους όρους, «εκσυγχρονιστικούς» εκ μέρους του ΠΑΣΟΚικού κράτους, και στην μετά το 1981 εποχή.

Κάπου εκεί, τέλη 1984 με αρχές 1985, τον πρωτοσυνάντησα κι εγώ, όταν με το θράσος-που-κατεβάζει-ντακότα του 20χρονου του ζήτησα να μου δώσει μία συνέντευξη για το περιοδικό «Ήχος & Hi-Fi» (Μάρτιος 1985). Ακολούθησαν άλλες δύο συνεντεύξεις («Σχολιαστής», Μάρτιος 1986 και «Μετρό», 18 Απριλίου 1997).

Τα βιβλία και οι δημόσιες παρεμβάσεις του ήταν προβολείς που σάρωναν το σκοτάδι. Αδυνατούσα ακόμη να αντιληφθώ πόσο βαθιά θα με επηρέαζε η συνάφεια με έναν ερευνητή χαλκέντερο, μεθοδικό σαν μερμήγκι, ειλικρινή, τεκμηριωτικό, τακτοποιητή, αθυρόστομο και –τεχνικά, κυρίως αυτό–, πρωτομάστορα της προφορικότητας του γραπτού λόγου.

Ο Πετρόπουλος δραπέτευσε στη Γαλλία το 1975, στα 47 του. Δεν είχε ταξιδέψει ποτέ στο εξωτερικό, δεν μίλαγε ακόμη καμία ξένη γλώσσα. Απ’ τα μέσα της δεκαετίας το ’80 μπορούσε να συνεννοηθεί άνετα στα γαλλικά. Το προσωπικό άλμα που έκανε ήταν θεόρατο. Άλμα επιβίωσης και αυτοεξέλιξης.

Ένας μοναχικός καβαλάρης πρόσφερε κορυφαίες υπηρεσίες στην ταλαιπωρημένη έννοια της «ελληνικότητας». Ανέδειξε στοιχεία ταυτότητας που ο ντόπιος εθνικισμός είχε πετάξει στον πάτο του πηγαδιού. Η συμβολή του στη αυτογνωσία των Νεοελλήνων είναι καθοριστική, όπλο ενάντια στην πατριδοκάπηλη νεοσυντηρητική στροφή της κοινωνίας που βιώνουμε τουλάχιστον από τις αρχές της δεκαετίας του ’90.

Σήμερα, κακά τα ψέματα, έχει πεθάνει και η Ελλάδα την οποία υπερασπίστηκε, και η Ελλάδα η οποία τον πολέμησε λυσσασμένα. «Τα ρεμπέτικα να διδάσκονται στα σχολεία» έγραψε. Ε, διδάσκονται. «Η Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος δεν είναι παρά ένας σωρός κοπριά» έγραψε, κι αν αυτό ίσχυε τότε σε κάποιο βαθμό, σήμερα δεν ισχύει με τίποτα. Στα ελληνικά πανεπιστήμια καλλιεργούνται οι οθωμανικές σπουδές, οι gay studies, οι διάφορες αργκό. Η δε απαξίωση συλλήβδην «των πανεπιστημιακών μας» νομίζω ότι δεν έστεκε, τόσο απόλυτα, ούτε όταν ο Πετρόπουλος την διατύπωνε. Πανεπιστημιακός ήταν ο Γ.Π. Σαββίδης που έσπευσε να τον υπερασπιστεί στις δικαστικές του περιπέτειες επί χούντας με αφορμή το ποίημα «Σώμα».

Απ’ την άλλη, κάτι μεγαλειώδες έχει συντελεστεί. Ένας μοναχικός καβαλάρης πρόσφερε κορυφαίες υπηρεσίες στην ταλαιπωρημένη έννοια της «ελληνικότητας». Ανέδειξε στοιχεία ταυτότητας που ο ντόπιος εθνικισμός είχε πετάξει στον πάτο του πηγαδιού. Η συμβολή του στη αυτογνωσία των Νεοελλήνων είναι καθοριστική, όπλο ενάντια στην πατριδοκάπηλη νεοσυντηρητική στροφή της κοινωνίας που βιώνουμε τουλάχιστον από τις αρχές της δεκαετίας του ’90.

Μόνο προσοχή· ήδη έχει ξεκινήσει η αγιοποίηση του Ηλία Πετρόπουλου. Καρδούλες στα κοινωνικά δίκτυα, ξεκομμένα τσιτάτα δια πάσαν νόσον, επίκληση του ονόματός του από ανθρώπους κάθε ιδεολογικοπολιτικής τοποθέτησης.

Επιστροφή στο πρόσωπο Ηλίας Πετρόπουλος. Τακτικά ανακαλεί ο ίδιος περιστατικά του βίου του, πάντα σε σχέση με τα θέματα που εξετάζει. Όμως 100% αυτοβιογραφική αφήγησή του υπάρχει μία και μοναδική. Είναι η συνέντευξη-ποταμός που έδωσε στη Μαρία Δούση και δημοσιεύθηκε σε 25 χορταστικές σελίδες στο αφιέρωμα του περιοδικού «Μανδραγόρας» στον Πετρόπουλο (τ.18-19, Οκτώβριος 1997). Ας την αναζητήσουν οι διψώντες, παράλληλα με όσα μνημονεύονται στο Σκληρός από τρυφερότητα. Μαρτυρίες δικών του ανθρώπων, φίλων και συγγενών, πολλές και διαφωτιστικές, περιλαμβάνονται και στο βιβλίο του Γιάννη Βασιλάκου με τον ατυχή τίτλο Ηλίας Πετρόπουλος. Ο τεχνίτης της διαστροφής (Οδός Πανός, 2018).

Ο Πετρόπουλος γράφει ΓαλίαΡόμηαλήθιαανόνυμος κ.λπ. Ας έχει υπόψη του ο αναγνώστης ότι τα αυθεντικά αποσπάσματα κειμένων που παρατίθενται εδώ, σέβονται και διατηρούν την ορθογραφική άποψη του λαογράφου και ποιητή.

Ευχαριστώ από καρδιάς τον John Taylor, τη Μαίρη Κουκουλέ, τον Κώστα Πάλλη, τον Γιάννη Ανδρουλιδάκη, τη Μικέλα Χαρτουλάρη, τη Μάγδα Διαλεκτού. Και την οικογενειακή φίλη Χριστίνα Δήμα, δεν ζει πια, που το 1984 μου έδωσε τα μισά λεφτά για το αεροπορικό εισιτήριο να πάω στο Παρίσι να συναντήσω τον Πετρόπουλο. Δεν είχε ακούσει ούτε το όνομά του, καλή της ώρα.

Γιώργος Ι. Αλλαμανής

Δημοσιεύθηκε στο BOOKPRESS

Related Posts